προσταταλγία

προσταταλγία
η, Ν
ιατρ. άλγος τού προστάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prostatalgie < προστάτης + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ-αλγία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”